οδοντοστοματολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντοστοματολογία οι οδοντοστοματολογίες
      γενική της οδοντοστοματολογίας των οδοντοστοματολογιών
    αιτιατική την οδοντοστοματολογία τις οδοντοστοματολογίες
     κλητική οδοντοστοματολογία οδοντοστοματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδοντοστοματολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική odontostomatologie[1] < αρχαία ελληνική ὀδούς + στόμα + λέγω

Ουσιαστικό

οδοντοστοματολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. οδοντοστοματολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.