μένω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μένω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μένω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐νω
Ρήμα
μένω , πρτ.: έμενα, στ.μέλλ.: θα μείνω, αόρ.: έμεινα (χωρίς παθητική φωνή)
- κατοικώ
- ↪ Τα τελευταία χρόνια μένω στην Αθήνα.
- εξακολουθώ να βρίσκομαι στην ίδια θέση, δε μετακινούμαι, παραμένω
- ↪ Πες του να μείνει' εκεί που βρίσκεται και να μας περιμένει.
- βρίσκομαι σε μία κατάσταση χωρίς αλλαγή επί ένα χρονικό διάστημα, παραμένω
- ↪ Μετά το διαζύγιό του έμεινε χωρίς σχέση για αρκετά χρόνια.
- βρίσκομαι ξαφνικά σε μία κατάσταση διαφορετική από πριν
- ↪ έχω μείνει άναυδος
- απομένω
- ↪ μετά τη μάχη ήταν ο μόνος που έμεινε ζωντανός
- (στο σχολείο) αποτυγχάνω σε ένα μάθημα ή δεν προάγομαι συνολικά
- ↪ Είπε ότι έμεινε στα μαθηματικά, αλλά είχε μείνει στην ίδια τάξη.
- ↪ έμεινε ανεξεταστέος σε τρία μαθήματα
- (για όχημα ή τον οδηγό του) παθαίνω βλάβη που με ακινητοποιεί
- ↪ έμεινα από μπαταρία
Εκφράσεις
όπως ενδεικτικά
- μένω/έμεινα ξερός, σέκος, τέζα, μένω στον τόπο, → δείτε την έκφραση τα κακαρώνω
- μένω στην ψάθα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μένω | έμενα | θα μένω | να μένω | μένοντας | |
| β' ενικ. | μένεις | έμενες | θα μένεις | να μένεις | μένε | |
| γ' ενικ. | μένει | έμενε | θα μένει | να μένει | ||
| α' πληθ. | μένουμε | μέναμε | θα μένουμε | να μένουμε | ||
| β' πληθ. | μένετε | μένατε | θα μένετε | να μένετε | μένετε | |
| γ' πληθ. | μένουν(ε) | έμεναν μέναν(ε) |
θα μένουν(ε) | να μένουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έμεινα | θα μείνω | να μείνω | μείνει | ||
| β' ενικ. | έμεινες | θα μείνεις | να μείνεις | μείνε | ||
| γ' ενικ. | έμεινε | θα μείνει | να μείνει | |||
| α' πληθ. | μείναμε | θα μείνουμε | να μείνουμε | |||
| β' πληθ. | μείνατε | θα μείνετε | να μείνετε | μείνετε | ||
| γ' πληθ. | έμειναν μείναν(ε) |
θα μείνουν(ε) | να μείνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μείνει | είχα μείνει | θα έχω μείνει | να έχω μείνει | ||
| β' ενικ. | έχεις μείνει | είχες μείνει | θα έχεις μείνει | να έχεις μείνει | ||
| γ' ενικ. | έχει μείνει | είχε μείνει | θα έχει μείνει | να έχει μείνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μείνει | είχαμε μείνει | θα έχουμε μείνει | να έχουμε μείνει | ||
| β' πληθ. | έχετε μείνει | είχατε μείνει | θα έχετε μείνει | να έχετε μείνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μείνει | είχαν μείνει | θα έχουν μείνει | να έχουν μείνει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, μένω
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- μένω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μένω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.