στομώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στομώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στομώνω < αρχαία ελληνική στομόω / στομῶ.[1] Δείτε και στόμα

Προφορά

ΔΦΑ : /stoˈmo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στομώνω

Ρήμα

στομώνω, αόρ.: στόμωσα, παθ.φωνή: στομώνομαι, π.αόρ.: στομώθηκα, μτχ.π.π.: στομωμένος

  1. (για εργαλεία) κάνω την κόψη λιγότερο κοφτερή
    Στόμωσα το ψαλίδι γιατί παραήταν επικίνδυνο. Κόντεψα να κόψω το δάχτυλό μου.
     συνώνυμα: αμβλύνω
     αντώνυμα: ακονίζω
  2. (μεταφορικά) μειώνω την ικανότητα
    στομώνει ο νους και η σκέψη μου από τον πανικό
     συνώνυμα: αμβλύνω
     αντώνυμα: ακονίζω
  3. (σπάνιο) ενισχύω την κόψη εργαλείου, την κάνω πιο γερή και ανθεκτική, είτε βυθίζοντας ζεστό το μέταλλο σε κρύο νερό, είτε επενδύοντας με ατσάλι [2]
     συνώνυμα: ενισχύω

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στόμα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στομώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.