χάσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χάσμα | τα | χάσματα |
| γενική | του | χάσματος | των | χασμάτων |
| αιτιατική | το | χάσμα | τα | χάσματα |
| κλητική | χάσμα | χάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάσμα < αρχαία ελληνική χάσμα αλλά (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική chasm < λατινικά chasma < αρχαία ελληνική χάσμα (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
χάσμα ουδέτερο
- το ρήγμα, το άνοιγμα στη (γήινη ή οποιαδήποτε άλλη) επιφάνεια (συνήθως με μεγάλο πλάτος και βάθος)
- Τὸ χάσμα π' ἄνοιξ' ὁ σεισμὸς κ' εὐθὺς ἐγιόμισ' ἄνθη. (Διονύσιος Σολωμός, Εις το θάνατο κυρίας Αγγλίδας)
- ≈ συνώνυμα: άνοιγμα, βάραθρο, κενό, ρήγμα
- (κατ’ επέκταση) το διάστημα, η απόσταση που χωρίζει δύο πράγματα και ίσως τα κάνει να διαφέρουν
- η αδυναμία ή το κενό στη συνοχή και την αλληλουχία μιας σκέψης, μιας πρότασης, ενός κειμένου κ.λπ., που δημιουργεί ασάφειες ή παρανοήσεις
- (φυτό)
Συγγενικά
- αναχασμιέμαι
- αναχασμώμαι
- αχασμούρητος
- χασκογελώ
- χάσκω
- χασμούρημα
- χασμουρητό
- χασμουριέμαι
- χασμωδία
Εκφράσεις
- χάσμα γενεών: δυσκολία συνεννόησης της μιας γενιάς με την άλλη και αδυναμία προσέγγισής τους
- χάσμα νόμου: νομικό κενό για το συγκεκριμένο ζήτημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χάσμα < χάσκω
Συγγενικά
- χασμάομαι ( χασμουριέμαι)
- χάσμη και χάσμημα (το χασμουρητό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.