αναστόμωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναστόμωση | οι | αναστομώσεις |
| γενική | της | αναστόμωσης* | των | αναστομώσεων |
| αιτιατική | την | αναστόμωση | τις | αναστομώσεις |
| κλητική | αναστόμωση | αναστομώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναστομώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναστόμωση < (λόγιο δάνειο) γαλλική anastomose[1] < (ελληνιστική κοινή) ἀναστόμωσις < αρχαία ελληνική ἀναστομόω / ἀναστομῶ < στομόω / στομῶ < στόμα (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stomn
Ουσιαστικό
αναστόμωση θηλυκό
Συγγενικά
- αναστομώνω
- → δείτε τη λέξη στόμα
Μεταφράσεις
ιατρική, ανατομία
|
- αναστόμωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.