άνοιγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άνοιγμα | τα | ανοίγματα |
| γενική | του | ανοίγματος | των | ανοιγμάτων |
| αιτιατική | το | άνοιγμα | τα | ανοίγματα |
| κλητική | άνοιγμα | ανοίγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άνοιγμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
άνοιγμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ανοίγω
- το άνοιγμα του χρηματοκιβωτίου με το αντικλέιδι ήταν παιχνιδάκι
- το κενό που δημιουργείται όταν κάτι ανοίγει
- από το άνοιγμα της πόρτας ακούγονταν οι θόρυβοι του δρόμου
- (αρχιτεκτονική) η οπή στην τοιχοποιία ή τον σκελετό κτηρίου που προορίζεται (συνήθως) για παράθυρο ή πόρτα
- ※ Όταν στο κοινό πλάγιο όριο όμορων οικοπέδων υπάρχει κτίσμα σε απόσταση μεγαλύτερη του ενός μέτρου από το κοινό όριο που έχει ανοίγματα στην πλευρά αυτή, το κτίριο οφείλει να έχει κατ’ ελάχιστο απόσταση δ από το κοινό πλάγιο όριο. — Νέος Οικοδομικός Κανονισμός, άρθρο 14 παρ. 1β
- (σκάκι) οι πρώτες κινήσεις στο παιχνίδι του σκακιού (βλέπε και Σκακιστικό άνοιγμα στη Βικιπαίδεια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.