περιστόμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιστόμιο | τα | περιστόμια |
| γενική | του | περιστόμιου & περιστομίου |
των | περιστόμιων & περιστομίων |
| αιτιατική | το | περιστόμιο | τα | περιστόμια |
| κλητική | περιστόμιο | περιστόμια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιστόμιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιστόμιον[1] [2] < αρχαία ελληνική περι- + στόμ(α) + -ιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈsto.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐στό‐μι‐ο
Ουσιαστικό
περιστόμιο ουδέτερο
- ό,τι βρίσκεται γύρω από κάποιο στόμιο
- ※ Νοτιοανατολικά του μνημείου εντοπίστηκε πηγάδι με πώρινο περιστόμιο και αργολιθοδομή καθώς και υποδοχές κατάβασης. Το βάθος του φτάνει στα 15,30 μ., όπου υπάρχει νερό.
- ※ Πνευστά (αερόφωνα). Λειτουργούν με το φύσημα, την εκπνοή του αέρα από τους ανθρώπινους πνεύμονες. […] Με απλό περιστόμιο: φλάουτο και πίκολο. Με μονή γλωττίδα: κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο, σαξόφωνο.
- Μουσική Α΄ Γυμνασίου, χ.χ., κεφάλαιο 4 @ebooks.edu.gr
Μεταφράσεις
περιστόμιο
|
|
Αναφορές
- περιστόμιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- περιστόμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.