περιστόμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιστόμιο τα περιστόμια
      γενική του περιστόμιου
& περιστομίου
των περιστόμιων
& περιστομίων
    αιτιατική το περιστόμιο τα περιστόμια
     κλητική περιστόμιο περιστόμια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιστόμιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιστόμιον[1] [2] < αρχαία ελληνική περι- + στόμ(α) + -ιον

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈsto.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιστόμιο

Ουσιαστικό

περιστόμιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. περιστόμιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. περιστόμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.