στοματού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοματού | οι | στοματούδες |
| γενική | της | στοματούς | των | στοματούδων |
| αιτιατική | τη | στοματού | τις | στοματούδες |
| κλητική | στοματού | στοματούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στοματού < στοματάς + κατάληξη θηλυκού -ού < μεσαιωνική ελληνική στοματᾶς < αρχαία ελληνική στόμα
Μεταφράσεις
στοματού
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.