δίστομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δίστομος | η | δίστομη | το | δίστομο |
| γενική | του | δίστομου | της | δίστομης | του | δίστομου |
| αιτιατική | τον | δίστομο | τη | δίστομη | το | δίστομο |
| κλητική | δίστομε | δίστομη | δίστομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δίστομοι | οι | δίστομες | τα | δίστομα |
| γενική | των | δίστομων | των | δίστομων | των | δίστομων |
| αιτιατική | τους | δίστομους | τις | δίστομες | τα | δίστομα |
| κλητική | δίστομοι | δίστομες | δίστομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δίστομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίστομος[1] < (δίς) δί- + στόμ(α) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.sto.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐στο‐μος
Μεταφράσεις
δίστομος
|
Αναφορές
- δίστομος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δίστομος | τὸ | δίστομον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | διστόμου | τοῦ | διστόμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | διστόμῳ | τῷ | διστόμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δίστομον | τὸ | δίστομον | ||
| κλητική ὦ! | δίστομε | δίστομον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δίστομοι | τὰ | δίστομᾰ | ||
| γενική | τῶν | διστόμων | τῶν | διστόμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | διστόμοις | τοῖς | διστόμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | διστόμους | τὰ | δίστομᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δίστομοι | δίστομᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διστόμω | τὼ | διστόμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διστόμοιν | τοῖν | διστόμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δίστομος, -ος, -ον
Πηγές
- δίστομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίστομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.