κοιλότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοιλότητα | οι | κοιλότητες |
| γενική | της | κοιλότητας | των | κοιλοτήτων |
| αιτιατική | την | κοιλότητα | τις | κοιλότητες |
| κλητική | κοιλότητα | κοιλότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈlo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
κοιλότητα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κοίλος
Μεταφράσεις
η κοίλη περιοχή μιας επιφάνειας ή ενός σώματος
|
ανατομία
|
|
μαθηματικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.