στοματορραγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοματορραγία οι στοματορραγίες
      γενική της στοματορραγίας των στοματορραγιών
    αιτιατική τη στοματορραγία τις στοματορραγίες
     κλητική στοματορραγία στοματορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοματορραγία < στόματ(ος) + -ο- + -ρραγία

Ουσιαστικό

στοματορραγία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.