στομαλίμνη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στομαλίμνη < στόμα + λίμνη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

στομαλίμνη θηλυκό

  • υδάτινο σώμα, κόλπος, παρόμοιο με λίμνη, σε επαφή με ποτάμι ή θάλασσα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.