ξηροστομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξηροστομία | οι | ξηροστομίες |
| γενική | της | ξηροστομίας | των | ξηροστομιών |
| αιτιατική | την | ξηροστομία | τις | ξηροστομίες |
| κλητική | ξηροστομία | ξηροστομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξηροστομία θηλυκό
- σύμπτωμα ασθένειας ή γενικά προβλήματος υγείας, κατά το οποίο στεγνώνει το στόμα και το άτομο δεν έχει ή αισθάνεται να μην έχει επαρκή σίελο στο στόμα του
- Μερικά σκευάσματα προκαλούν ξηροστομία ως παρενέργεια
Μεταφράσεις
ξηροστομία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.