αναστομώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναστομώνω < αναστόμωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική anastomoser)

Ρήμα

αναστομώνω

  1. ανοίγω τρύπα ή διευρύνω μια ήδη ανοιγμένη
  2. τροχίζω, ακονίζω
  3. λειαίνω
  4. ξαναβάφω
  5. (ιατρική) κάνω αναστόμωση

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.