στοματίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοματίτιδα | οι | στοματίτιδες |
| γενική | της | στοματίτιδας | των | στοματίτιδων |
| αιτιατική | τη | στοματίτιδα | τις | στοματίτιδες |
| κλητική | στοματίτιδα | στοματίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
στοματίτιδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.