μέτωπο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μέτωπο | τα | μέτωπα |
| γενική | του | μετώπου & μέτωπου |
των | μετώπων |
| αιτιατική | το | μέτωπο | τα | μέτωπα |
| κλητική | μέτωπο | μέτωπα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Aνθρώπινο μέτωπο.
.jpg.webp)
Το μέτωπο, φωτογραφία του λοχαγού Φ. Χάρλεϊ (1918).
.jpg.webp)
Ψυχρό μέτωπο πάνω από τις ανατολικές ΗΠΑ.
Ετυμολογία
- μέτωπο < αρχαία ελληνική μέτωπον < μετά + ὤψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-
- (μετεωρολογική και στρατιωτική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική front[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.to.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐τω‐πο
Ουσιαστικό
μέτωπο ουδέτερο
- (ανατομία) το τμήμα του προσώπου πάνω από τα φρύδια και κάτω από τα μαλλιά
- (κατ’ επέκταση) το μπροστινό τμήμα (π.χ. ενός κτηρίου)
- η κατεύθυνση προς την οποία κοιτάζει κάποιος ή κάτι
- (στρατιωτικός όρος) η στρατιωτική παράταξη προς τον εχθρό και ιδίως η πρώτη γραμμή της
- (κατ’ επέκταση) (στρατιωτικός όρος) χώρος εντός του οποίου διεξάγονται στρατιωτικές επιχειρήσεις
- ≈ συνώνυμα: πρωτή γραμμή
- ≠ αντώνυμα: μετόπισθεν
- ζώνη εντός της οποίας γίνεται κάτι
- κοινή δράση ατόμων ή ομάδων, συμμαχία για κοινό σκοπό
- (μετεωρολογία) αέρια ζώνη με κοινά χαρακτηριστικά πίεσης, θερμοκρασίας κ.λπ.
- ψυχρό μέτωπο
Εκφράσεις
Πολυλεκτικοί όροι
Σύνθετα
Μεταφράσεις
μέτωπο
στρατιωτικός όρος
Αναφορές
- μέτωπο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.