αθυροστομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθυροστομία οι αθυροστομίες
      γενική της αθυροστομίας των αθυροστομιών
    αιτιατική την αθυροστομία τις αθυροστομίες
     κλητική αθυροστομία αθυροστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αθυροστομία < αθυρόστομος + -ία

Ουσιαστικό

αθυροστομία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αθυρόστομου
    η αθυροστομία του πάντα ενοχλούσε τους συνεργάτες του
  2. έκφραση άσχημη, προσβλητική, αγοραία, βωμολοχία, αισχρολογία, χυδαία υβρεολογία, βρισίδι 

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.