αθυροστομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αθυροστομία | οι | αθυροστομίες |
| γενική | της | αθυροστομίας | των | αθυροστομιών |
| αιτιατική | την | αθυροστομία | τις | αθυροστομίες |
| κλητική | αθυροστομία | αθυροστομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αθυροστομία < αθυρόστομος + -ία
Ουσιαστικό
αθυροστομία θηλυκό
- η ιδιότητα του αθυρόστομου
- η αθυροστομία του πάντα ενοχλούσε τους συνεργάτες του
- έκφραση άσχημη, προσβλητική, αγοραία, βωμολοχία, αισχρολογία, χυδαία υβρεολογία, βρισίδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.