βρομόστομα
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βρομόστομα | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | το | βρομόστομα | ||
| κλητική | βρομόστομα | |||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾoˈmo.sto.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐μό‐στο‐μα
Συγγενικά
- βρομόστομος
- → δείτε τις λέξεις βρόμα και στόμα
Μεταφράσεις
βρομόστομα
|
Πηγές
- βρομόστομα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- για την κλίση: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.