βρομόστομα

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το βρομόστομα
      γενική
    αιτιατική το βρομόστομα
     κλητική βρομόστομα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρομόστομα < βρομό- + στόμα

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾoˈmo.sto.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρομόστομα

Ουσιαστικό

βρομόστομα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.