στόμαχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόμαχος οι στόμαχοι
      γενική του στομάχου των στομάχων
    αιτιατική τον στόμαχο τους στομάχους
     κλητική στόμαχε στόμαχοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στόμαχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stomn̥ / *stomen- (στόμα)

Ουσιαστικό

στόμαχος αρσενικό

  • (ανατομία, λόγιο) άλλη μορφή του στομάχι
      Πάμε για εγχείρηση στομάχου στον Ευαγγελισμό. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Εκφράσεις

  • πλύση στομάχου: (ιατρική) ιατρική πράξη κατά την οποία γίνεται αναρρόφηση όλου του περιεχόμενου του στομάχου, πχ σε περίπτωση κατάποσης τοξικού υγρού

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα) + -χος < πιθανόν προελληνική

Ουσιαστικό

στόμαχος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.