στοματογναθοπροσωπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοματογναθοπροσωπικός η στοματογναθοπροσωπική το στοματογναθοπροσωπικό
      γενική του στοματογναθοπροσωπικού της στοματογναθοπροσωπικής του στοματογναθοπροσωπικού
    αιτιατική τον στοματογναθοπροσωπικό τη στοματογναθοπροσωπική το στοματογναθοπροσωπικό
     κλητική στοματογναθοπροσωπικέ στοματογναθοπροσωπική στοματογναθοπροσωπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοματογναθοπροσωπικοί οι στοματογναθοπροσωπικές τα στοματογναθοπροσωπικά
      γενική των στοματογναθοπροσωπικών των στοματογναθοπροσωπικών των στοματογναθοπροσωπικών
    αιτιατική τους στοματογναθοπροσωπικούς τις στοματογναθοπροσωπικές τα στοματογναθοπροσωπικά
     κλητική στοματογναθοπροσωπικοί στοματογναθοπροσωπικές στοματογναθοπροσωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στοματογναθοπροσωπικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

στοματογναθοπροσωπικός

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.