στομάχι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στομάχι τα στομάχια
      γενική του στομαχιού των στομαχιών
    αιτιατική το στομάχι τα στομάχια
     κλητική στομάχι στομάχια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
1. από πάνω προς τα κάτω: ο οισοφάγος, το στομάχι, το λεπτό έντερο

Ετυμολογία

στομάχι < ελληνιστική κοινή στομάχιον < αρχαία ελληνική στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /stoˈma.çi/

Ουσιαστικό

στομάχι ουδέτερο

  1. (ανατομία) στον άνθρωπο ή στα ζώα, εσωτερικό όργανο που χρησιμεύει στην πέψη των τροφίμων
  2. εξωτερικό μέρος του σώματος που αντιστοιχεί στο κάτω μέρος του κορμού και στο στομάχι
    του έδωσε μια μπουνιά στο στομάχι
     συνώνυμα: κοιλιά

Συγγενικά

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • έχει μεγάλο στομάχι : είναι πολύ ανεκτικός
  • μου κάθεται στο στομάχι : μου είναι ανυπόφορος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.