όριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όριο τα όρια
      γενική του ορίου
& όριου
των ορίων
    αιτιατική το όριο τα όρια
     κλητική όριο όρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅριον[1], υποκοριστικό του ὅρος < πρωτοελληνική *wórwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werw-
(μεταφορική έννοια & μαθηματικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική limite[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όριο

Ουσιαστικό

όριο ουδέτερο

  1. σύνορο
  2. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) το σημείο που βρίσκεται στην άκρη ή σε κάποιον ακρότατο τόπο
  3. (μεταφορικά) ό,τι διαχωρίζει πράγματα, καταστάσεις, χρονικές περιόδους κ.λπ. ή βρίσκεται ανάμεσά τους
  4. (μαθηματικά) η τιμή στην οποία συγκλίνει μια ακολουθία, δηλαδή η κοινή τιμή του ανώτερου και του κατώτερου ορίου μιας ακολουθίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.