αντιπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αντιπρόσωπος | οι | αντιπρόσωποι |
| γενική | του/της του |
αντιπροσώπου αντιπρόσωπου |
των | αντιπροσώπων |
| αιτιατική | τον/την | αντιπρόσωπο | τους/τις τους |
αντιπροσώπους αντιπρόσωπους |
| κλητική | αντιπρόσωπε | αντιπρόσωποι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιπρόσωπος < ελληνιστική κοινή ἀντιπρόσωπος (εκπρόσωπος) < αρχαία ελληνική ἀντιπρόσωπος (πρόσωπο με πρόσωπο), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική représentant ή από την αγγλική representative.[1]. Μορφολογιά αναλύεται σε αντι- + -πρόσωπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.diˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πρό‐σω‐πος
Ουσιαστικό
αντιπρόσωπος αρσενικό ή θηλυκό
- που αντιπροσωπεύει
- που παρευρίσκεται και ενεργεί (με σχετική εξουσιοδότηση) για λογαριασμό κάποιου άλλου
- (οικονομία, επάγγελμα) που έχει την αντιπροσώπευση μιας φίρμας, εταιρείας ή επιχείρησης σε κάποιο μέρος
- που είναι το χαρακτηριστικό είδος από μια ομάδα ομοειδών
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
που ενεργεί για λογαριασμό άλλου
Αναφορές
- αντιπρόσωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.