προσωπολατρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσωπολατρία | οι | προσωπολατρίες |
| γενική | της | προσωπολατρίας | των | προσωπολατριών |
| αιτιατική | την | προσωπολατρία | τις | προσωπολατρίες |
| κλητική | προσωπολατρία | προσωπολατρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσωπολατρία < πρόσωπ(ο) + -ο- + -λατρία ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) personality cult)
Ουσιαστικό
προσωπολατρία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.