προσωπαλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωπαλγία οι προσωπαλγίες
      γενική της προσωπαλγίας των προσωπαλγιών
    αιτιατική την προσωπαλγία τις προσωπαλγίες
     κλητική προσωπαλγία προσωπαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσωπαλγία < πρόσωπ(ο) + -αλγία

Ουσιαστικό

προσωπαλγία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.