καταπρόσωπο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταπρόσωπο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καταπρόσωπον < αρχαία ελληνική κατά πρόσωπον

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈpɾo.so.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταπρόσωπο

Επίρρημα

καταπρόσωπο

  1. πάνω στο πρόσωπο κατευθείαν
    άλλες μορφές: καταπρόσωπα
  2. πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς να μεσολαβεί κάποιος
  3. θαρραλέα, απερίφραστα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.