προσωπείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσωπείο τα προσωπεία
      γενική του προσωπείου των προσωπείων
    αιτιατική το προσωπείο τα προσωπεία
     κλητική προσωπείο προσωπεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσωπείο < αρχαία ελληνική προσωπεῖον < πρόσωπον (4. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική masque)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.soˈpi.o/

Ουσιαστικό

προσωπείο ουδέτερο

  1. (θέατρο) είδος μάσκας για το πρόσωπο των ηθοποιών του αρχαίου θεάτρου
  2. προσωπίδα
  3. είδος νεκρικής μάσκας που έχει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του νεκρού
  4. (μεταφορικά) ψεύτικη / προσποιητή συμπεριφορά και χαρακτήρας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.