προσωπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσωπικός η προσωπική το προσωπικό
      γενική του προσωπικού της προσωπικής του προσωπικού
    αιτιατική τον προσωπικό την προσωπική το προσωπικό
     κλητική προσωπικέ προσωπική προσωπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσωπικοί οι προσωπικές τα προσωπικά
      γενική των προσωπικών των προσωπικών των προσωπικών
    αιτιατική τους προσωπικούς τις προσωπικές τα προσωπικά
     κλητική προσωπικοί προσωπικές προσωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσωπικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

προσωπικός

  1. που αναφέρεται στο πρόσωπο δηλαδή στο μπροστινό τμήμα του κεφαλιού
  2. που αναφέρεται στο πρόσωπο δηλαδή σε κάποιο άτομο
     συνώνυμα: ατομικός
  3. που ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο
  4. που γίνεται με άμεση επαφή και όχι εμμέσως
  5. (πληροφορική) βλ. προσωπικός υπολογιστής

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.