προσωπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσωπικός | η | προσωπική | το | προσωπικό |
| γενική | του | προσωπικού | της | προσωπικής | του | προσωπικού |
| αιτιατική | τον | προσωπικό | την | προσωπική | το | προσωπικό |
| κλητική | προσωπικέ | προσωπική | προσωπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσωπικοί | οι | προσωπικές | τα | προσωπικά |
| γενική | των | προσωπικών | των | προσωπικών | των | προσωπικών |
| αιτιατική | τους | προσωπικούς | τις | προσωπικές | τα | προσωπικά |
| κλητική | προσωπικοί | προσωπικές | προσωπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσωπικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
προσωπικός
- που αναφέρεται στο πρόσωπο δηλαδή στο μπροστινό τμήμα του κεφαλιού
- που αναφέρεται στο πρόσωπο δηλαδή σε κάποιο άτομο
- που ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο
- που γίνεται με άμεση επαφή και όχι εμμέσως
- (πληροφορική) βλ. προσωπικός υπολογιστής
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- προσωπικό δεδομένο
- προσωπικός υπολογιστής
Μεταφράσεις
σχετικός με πρόσωπο/άτομο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.