προσωπολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσωπολογία | οι | προσωπολογίες |
| γενική | της | προσωπολογίας | των | προσωπολογιών |
| αιτιατική | την | προσωπολογία | τις | προσωπολογίες |
| κλητική | προσωπολογία | προσωπολογίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προσωπολογία θηλυκό
- (ανθρωπομετρία) η προσωπομετρία, η ανθρωπομετρία του προσώπου
- (ψυχολογία) μελέτη των μικροεκφράσεων που προδίδουν πρόθεση και συναίσθημα
- (τέχνη) η αισθητική μελέτη των γραμμών και των χρωμάτων του προσώπου (στις τέχνες: ζωγραφική, γλυπτική, κομμωτική κτλ.)
- (πληροφορική) η γνώση και τα δεδομένα που απαιτούνται ώστε να αναπτυχθεί σύστημα αναγνώρισης προσώπων (facial recognition system)
Μεταφράσεις
προσωπολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.