osoba
Κροατικά (hr)
Ετυμολογία
- osoba < πρωτοσλαβική osoba
Πολωνικά (pl)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | osoba | osoby |
| γενική | osoby | osób |
| δοτική | osobie | osobom |
| αιτιατική | osobę | osoby |
| οργανική | osobą | osobami |
| τοπική | osobie | osobach |
| κλητική | osobo | osoby |
Ετυμολογία
- osoba < πρωτοσλαβική osoba
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɔˈsɔ.ba/
- ⓘ
Σερβικά (sr)
Σλοβακικά (sk)
Ετυμολογία
- osoba < πρωτοσλαβική osoba
Τσεχικά (cs)
Ετυμολογία
- osoba < πρωτοσλαβική osoba
Προφορά
- ⓘ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.