προσωποκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσωποκρατία | οι | προσωποκρατίες |
| γενική | της | προσωποκρατίας | των | προσωποκρατιών |
| αιτιατική | την | προσωποκρατία | τις | προσωποκρατίες |
| κλητική | προσωποκρατία | προσωποκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσωποκρατία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική personalism, πρόσωπ(ο) + -ο- + -κρατία
Ουσιαστικό
προσωποκρατία θηλυκό
- απόδοση υπέρτατης αξίας στα πρόσωπα
- (θρησκεία) εστίαση στο πρόσωπο του θεού
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.