εμείς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμείς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐμεῖς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἡμεῖς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈmis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμείς

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

εμείς

  • προσωπική αντωνυμία που εκφράζει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: εγώ ο ομιλητής μαζί με άλλους
    Τα άλλα παιδιά πήγαν σπίτι νωρίς...εμείς τι θα κάνουμε;
    εμείς στην Αμερική δεν τρώμε το μεσημεριανό τόσο αργά όσο εσείς εδώ

Κλίση

Προσωπικές αντωνυμίες
Α' πρόσωποΒ' πρόσωποΓ' πρόσωπο
ενικός
Πτώσηαρσενικόθηλυκόουδέτερο
ονομαστικήεγώεσύαυτός & τοςαυτή & τηαυτό & το
γενικήεμένα & (εμού) & μουεσένα & σουαυτού & τουαυτής & τηςαυτού & του
αιτιατικήεμένα & μεεσένα & σεαυτόν & τοναυτή(ν) & τη(ν)αυτό & το
κλητική-εσύ---
πληθυντικός
ονομαστικήεμείςεσείςαυτοί & τοιαυτές & τεςαυτά & τα
γενικήεμάς & μαςεσάς & σαςαυτών & τουςαυτών & τουςαυτών & τους
αιτιατικήεμάς & μαςεσάς & σαςαυτούς & τουςαυτές & τες/τιςαυτά & τα
κλητική-εσείς---

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.