αυτοπροσώπως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτοπροσώπως < (ελληνιστική κοινή) αὐτοπροσώπως < αρχαία ελληνική αὐτοπρόσωπος < αὐτός + πρόσωπον

Επίρρημα

αυτοπροσώπως

  • με τη φυσική (αυτοπρόσωπη) παρουσία του ίδιου του προσώπου στο οποίο αναφερόμαστε
    Είστε ο κύριος Χ; Ο ίδιος αυτοπροσώπως!

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.