προσωποληψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωποληψία οι προσωποληψίες
      γενική της προσωποληψίας των προσωποληψιών
    αιτιατική την προσωποληψία τις προσωποληψίες
     κλητική προσωποληψία προσωποληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσωποληψία < (ελληνιστική κοινή) προσωποληψία

Ουσιαστικό

προσωποληψία θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.