αυτές
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
αυτές
- ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, θηλυκού γένους (αυτή) του αυτός
Κλίση
| Προσωπικές αντωνυμίες | |||||
|---|---|---|---|---|---|
| Α' πρόσωπο | Β' πρόσωπο | Γ' πρόσωπο | |||
| ενικός | |||||
| Πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||
| ονομαστική | εγώ | εσύ | αυτός & τος | αυτή & τη | αυτό & το |
| γενική | εμένα & (εμού) & μου | εσένα & σου | αυτού & του | αυτής & της | αυτού & του |
| αιτιατική | εμένα & με | εσένα & σε | αυτόν & τον | αυτή(ν) & τη(ν) | αυτό & το |
| κλητική | - | εσύ | - | - | - |
| πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | εμείς | εσείς | αυτοί & τοι | αυτές & τες | αυτά & τα |
| γενική | εμάς & μας | εσάς & σας | αυτών & τους | αυτών & τους | αυτών & τους |
| αιτιατική | εμάς & μας | εσάς & σας | αυτούς & τους | αυτές & τες/τις | αυτά & τα |
| κλητική | - | εσείς | - | - | - |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.