προσωπικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωπικότητα οι προσωπικότητες
      γενική της προσωπικότητας των προσωπικοτήτων
    αιτιατική την προσωπικότητα τις προσωπικότητες
     κλητική προσωπικότητα προσωπικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσωπικότητα < προσωπικός < πρόσωπο

Ουσιαστικό

προσωπικότητα θηλυκό

  1. τα ατομικά ψυχικά και πνευματικά γνωρίσματα και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν μοναδικά έναν άνθρωπο, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του
  2. η ισχυρή προσωπικότητα
    είναι άτομο με προσωπικότητα
  3. άτομο που έχει διακριθεί σε κάποιον τομέα
    στη δεξίωση παραβρέθηκαν προσωπικότητες από το χώρο της τέχνης
  4. (μεταφορικά) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας που έχει οποιοδήποτε πράγμα και το κάνει να ξεχωρίζει
    έκανε πολλές μετατροπές στο αυτοκίνητό του γιατί ήθελε να έχει ένα αμάξι με προσωπικότητα

Εκφράσεις

  • διχασμένη προσωπικότητα: άτομο με ψυχική διαταραχή που εμφανίζει δύο διαφορετικές προσωπικότητες και ταυτότητες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.