-πρόσωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -πρόσωπος η -πρόσωπη το -πρόσωπο
      γενική του -πρόσωπου της -πρόσωπης του -πρόσωπου
    αιτιατική τον -πρόσωπο τη(ν) -πρόσωπη το -πρόσωπο
     κλητική -πρόσωπε -πρόσωπη -πρόσωπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -πρόσωποι οι -πρόσωπες τα -πρόσωπα
      γενική των -πρόσωπων των -πρόσωπων των -πρόσωπων
    αιτιατική τους -πρόσωπους τις -πρόσωπες τα -πρόσωπα
     κλητική -πρόσωποι -πρόσωπες -πρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-πρόσωπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -πρόσωπος < πρόσωπον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.so.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πρόσωπος

Επίθημα

-πρόσωπος, -η, -ο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πρόσωπος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -πρόσωπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.