μουσούδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουσούδι τα μουσούδια
      γενική του μουσουδιού των μουσουδιών
    αιτιατική το μουσούδι τα μουσούδια
     κλητική μουσούδι μουσούδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουσούδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουσούδι(ν) < ιταλική muso + -ούδι(ν)

Ουσιαστικό

μουσούδι ουδέτερο

  1. το ρύγχος
  2. (μεταφορικά, οικείο) το πρόσωπο

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.