αντιπροσώπευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιπροσώπευση | οι | αντιπροσωπεύσεις |
| γενική | της | αντιπροσώπευσης* | των | αντιπροσωπεύσεων |
| αιτιατική | την | αντιπροσώπευση | τις | αντιπροσωπεύσεις |
| κλητική | αντιπροσώπευση | αντιπροσωπεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπροσωπεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιπροσώπευση < αντιπροσωπεύω + -ση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αντιπροσωπεύω και πρόσωπο
Μεταφράσεις
αντιπροσώπευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.