μάπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μάπα | οι | μάπες |
| γενική | της | μάπας | — | |
| αιτιατική | τη | μάπα | τις | μάπες |
| κλητική | μάπα | μάπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μάπα θηλυκό
- το πρόσωπο, η μούρη, η φάτσα
- δεν μου αρέσει η μάπα του
- το λάχανο
- είδος σφουγγαρίστρας
- φέρε τη μάπα να μαζέψουμε τα νερά
- δείτε και μόπα
- φέρε τη μάπα να μαζέψουμε τα νερά
- (μεταφορικά) άχρηστο ή/και κακής ποιότητας αντικείμενο
- (ναυτ.) κάθε είδους κούμπωμα, πόρπη
- (παρωχημένο) μπάλα (μεσαιωνική έννοια, αλλά στην Κύπρο η μπάλα και το ποδόσφαιρο λέγονται και μάππα)
- (μεταφορικά) ξύλο, ξυλοδαρμός, βιαιοπραγία
Εκφράσεις
- μάπα το καρπούζι: βγήκε άχρηστο το αντικείμενο ή η κατάσταση
- μου είπανε ότι έχει καλές κάλτσες αλλά τελικά... μάπα το καρπούζι
- μάπα το λάχανο : με την έννοια της απογοήτευσης από κάτι που αναμενόταν καλύτερο
Μεταφράσεις
άχρηστο/κακής ποιότητας
|
λάχανο
|
πρόσωπο
|
σφουγγαρίστρα
|
Αναφορές
- μάπα, μάπας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Στο Λεξικό του, προτείνει την ετυμολογική γραφή με δύο π.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.