φάτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάτσα οι φάτσες
      γενική της φάτσας των φατσών
    αιτιατική τη φάτσα τις φάτσες
     κλητική φάτσα φάτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική faccia ή (άμεσο δάνειο) βενετική fazza

Ουσιαστικό

φάτσα θηλυκό

  1. (ανεπίσημο) το πρόσωπο
     συνώνυμα: μούρη, μάπα
  2. το ύποπτο άτομο (επιτιμητικά ή ειρωνικά ή χαϊδευτικά)
    είναι μια φάτσα αυτός …
  3. η πρόσοψη κτηρίου
     συνώνυμα: φατσάδα
  4. (ναυτικός όρος) η κατάσταση όπου ο άνεμος μεταβάλλει την κατεύθυνσή του προς τη μεριά της πλώρης (πρώρα), ενόσω το ιστιοπλοϊκό σκάφος πλέει σταθερά
     αντώνυμα: σιγόντο

Συγγενικά

Εκφράσεις

Σύνθετα

Επίρρημα

φάτσα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.