φάτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φάτσα | οι | φάτσες |
| γενική | της | φάτσας | των | φατσών |
| αιτιατική | τη | φάτσα | τις | φάτσες |
| κλητική | φάτσα | φάτσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική faccia ή (άμεσο δάνειο) βενετική fazza
Ουσιαστικό
φάτσα θηλυκό
Εκφράσεις
Σύνθετα
- αγριόφατσα
- ασχημόφατσα
- εκφυλόφατσα
- κωλόφατσα
- μαλακόφατσα
- παλιόφατσα
- προστυχόφατσα
- σκατόφατσα
- σκυλόφατσα
Σύνθετα
- κατάφατσα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.