πρός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Πρόθεση
πρός
(
δωρικός τύπος
&
επικός τύπος
:
ποτί
)
με αιτιατική
(
τοπικά, κατεύθυνση
)
προς
, προς το μέρος
με
εναντίον
(
αναφορικά
) ως προς,
σχετικά
με
(
χρονικά
) προς, κατά
(
συγκριτικά
) μπροστά σε
(
σκοπός
) για
με γενική
(
τοπικά
) προς το μέρος
στο όνομα
(
αναφορικά
) ως προς
(
με γενική προσώπου
) για να ωφεληθεί κάποιος
με δοτική
(
τοπικά
)
προς
, κοντά σε
κοντά σε κάτι άλλο, επιπλέον
πρός
τούτοις
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.