αγγελοπρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγελοπρόσωπος | η | αγγελοπρόσωπη | το | αγγελοπρόσωπο |
| γενική | του | αγγελοπρόσωπου | της | αγγελοπρόσωπης | του | αγγελοπρόσωπου |
| αιτιατική | τον | αγγελοπρόσωπο | την | αγγελοπρόσωπη | το | αγγελοπρόσωπο |
| κλητική | αγγελοπρόσωπε | αγγελοπρόσωπη | αγγελοπρόσωπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγελοπρόσωποι | οι | αγγελοπρόσωπες | τα | αγγελοπρόσωπα |
| γενική | των | αγγελοπρόσωπων | των | αγγελοπρόσωπων | των | αγγελοπρόσωπων |
| αιτιατική | τους | αγγελοπρόσωπους | τις | αγγελοπρόσωπες | τα | αγγελοπρόσωπα |
| κλητική | αγγελοπρόσωποι | αγγελοπρόσωπες | αγγελοπρόσωπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αγγελοπρόσωπος, -η, -ο
- που έχει αγγελικό πρόσωπο, αγγελική όψη
- Ήρθε στον ύπνο του η αγγελοπρόσωπη Παναγιά.
- (μεταφορικά) ο όμορφος, ο καλλίμορφος
- Αγγελοπρόσωπη αγαπημένη πρόβαλε στο παραθύρι να σε δω να σε χαρώ.
Μεταφράσεις
αγγελοπρόσωπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.