αγγελοπρόσωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγελοπρόσωπος η αγγελοπρόσωπη το αγγελοπρόσωπο
      γενική του αγγελοπρόσωπου της αγγελοπρόσωπης του αγγελοπρόσωπου
    αιτιατική τον αγγελοπρόσωπο την αγγελοπρόσωπη το αγγελοπρόσωπο
     κλητική αγγελοπρόσωπε αγγελοπρόσωπη αγγελοπρόσωπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγελοπρόσωποι οι αγγελοπρόσωπες τα αγγελοπρόσωπα
      γενική των αγγελοπρόσωπων των αγγελοπρόσωπων των αγγελοπρόσωπων
    αιτιατική τους αγγελοπρόσωπους τις αγγελοπρόσωπες τα αγγελοπρόσωπα
     κλητική αγγελοπρόσωποι αγγελοπρόσωπες αγγελοπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγγελοπρόσωπος < άγγελ(ος) + -ο- + -πρόσωπος

Επίθετο

αγγελοπρόσωπος, -η, -ο

  1. που έχει αγγελικό πρόσωπο, αγγελική όψη
    Ήρθε στον ύπνο του η αγγελοπρόσωπη Παναγιά.
  2. (μεταφορικά) ο όμορφος, ο καλλίμορφος
    Αγγελοπρόσωπη αγαπημένη πρόβαλε στο παραθύρι να σε δω να σε χαρώ.

Συνώνυμα

(1)

(2)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.