αντιπροσωπεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντιπροσωπεύω < αντιπρόσωπ(ος) + -εύω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική représenter και από την αγγλική représenter. Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική ἀντιπροσωπῶ (κοιτάζω κατευθείαν).[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ndi.pɾo.soˈpe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιπροσωπεύω

Ρήμα

αντιπροσωπεύω, αόρ.: αντιπροσώπευσα, παθ.φωνή: αντιπροσωπεύομαι, π.αόρ.: αντιπροσωπεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: αντιπροσωπευμένος

  1. είμαι αντιπρόσωπος κάποιου, ενεργώ ως αντιπρόσωπος
     συνώνυμα: εκπροσωπώ
  2. είμαι το χαρακτηριστικό είδος από μια ομάδα ομοειδών
     συνώνυμα: εκφράζω, συνιστώ
  3. δείχνω, φανερώνω, εκφράζω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αντιπρόσωπος, πρόσωπο και ορώ

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.