διπλοπροσωπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διπλοπροσωπία | οι | διπλοπροσωπίες |
| γενική | της | διπλοπροσωπίας | των | διπλοπροσωπιών |
| αιτιατική | τη | διπλοπροσωπία | τις | διπλοπροσωπίες |
| κλητική | διπλοπροσωπία | διπλοπροσωπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διπλοπροσωπία < διπλοπρόσωπος + -ία < διπλο- + πρόσωπο + -ος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διπλοπροσωπία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.