διαπροσωπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπροσωπικός | η | διαπροσωπική | το | διαπροσωπικό |
| γενική | του | διαπροσωπικού | της | διαπροσωπικής | του | διαπροσωπικού |
| αιτιατική | τον | διαπροσωπικό | τη | διαπροσωπική | το | διαπροσωπικό |
| κλητική | διαπροσωπικέ | διαπροσωπική | διαπροσωπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπροσωπικοί | οι | διαπροσωπικές | τα | διαπροσωπικά |
| γενική | των | διαπροσωπικών | των | διαπροσωπικών | των | διαπροσωπικών |
| αιτιατική | τους | διαπροσωπικούς | τις | διαπροσωπικές | τα | διαπροσωπικά |
| κλητική | διαπροσωπικοί | διαπροσωπικές | διαπροσωπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαπροσωπικός < δια- + προσωπικός
Μεταφράσεις
διαπροσωπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.