προσωποκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσωποκεντρικός | η | προσωποκεντρική | το | προσωποκεντρικό |
| γενική | του | προσωποκεντρικού | της | προσωποκεντρικής | του | προσωποκεντρικού |
| αιτιατική | τον | προσωποκεντρικό | την | προσωποκεντρική | το | προσωποκεντρικό |
| κλητική | προσωποκεντρικέ | προσωποκεντρική | προσωποκεντρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσωποκεντρικοί | οι | προσωποκεντρικές | τα | προσωποκεντρικά |
| γενική | των | προσωποκεντρικών | των | προσωποκεντρικών | των | προσωποκεντρικών |
| αιτιατική | τους | προσωποκεντρικούς | τις | προσωποκεντρικές | τα | προσωποκεντρικά |
| κλητική | προσωποκεντρικοί | προσωποκεντρικές | προσωποκεντρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pro.so.po.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σω‐πο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
προσωποκεντρικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
προσωποκεντρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.