πρώτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρώτος | η | πρώτη | το | πρώτο |
| γενική | του | πρώτου | της | πρώτης | του | πρώτου |
| αιτιατική | τον | πρώτο | την | πρώτη | το | πρώτο |
| κλητική | πρώτε | πρώτη | πρώτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρώτοι | οι | πρώτες | τα | πρώτα |
| γενική | των | πρώτων | των | πρώτων | των | πρώτων |
| αιτιατική | τους | πρώτους | τις | πρώτες | τα | πρώτα |
| κλητική | πρώτοι | πρώτες | πρώτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρώτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρῶτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pr̥H-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρώ‐τος
Αριθμητικό
πρώτος, -η, -ο
- (τακτικό αριθμητικό) που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν ένα, που δεν έχει άλλον πριν από αυτόν
- που ηγείται
- ↪ πρώτος μεταξύ ίσων
- ο καλύτερος
- ↪ ήταν ο πρώτος μαθητής στο σχολείο
- (οικείο) σε ένδειξη επιδοκιμασίας
- ↪ είσαι και ο πρώτος
- (μαθηματικά) για αριθμό που δεν έχει άλλους διαιρέτες εκτός από τον εαυτό του και το 1
- (χριστιανισμός) τιμητικός τίτλος που έφερε ο επικεφαλής μιας μοναστικής πολιτείας ή ο προεδρεύων στις αγιορείτικες συνάξεις
- (ναυτικός όρος) Όρος της ναυτικής αργκό που αναφέρεται -χάριν συντομίας- στον Α' Μηχανικό (ανώτερο αξιωματικό μετά τον Πλοίαρχο) ενός πλοίου.
- ※ «σ' έστειλε ο Πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις» (στίχος από το ποίημα "Θεσσαλονίκη" του Νίκου Καββαδία)
Εκφράσεις
- από πρώτο χέρι: από την πηγή
Συγγενικά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
πρώτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.