πρώτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρώτος η πρώτη το πρώτο
      γενική του πρώτου της πρώτης του πρώτου
    αιτιατική τον πρώτο την πρώτη το πρώτο
     κλητική πρώτε πρώτη πρώτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρώτοι οι πρώτες τα πρώτα
      γενική των πρώτων των πρώτων των πρώτων
    αιτιατική τους πρώτους τις πρώτες τα πρώτα
     κλητική πρώτοι πρώτες πρώτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρώτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρῶτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pr̥H-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρώτος

Αριθμητικό

πρώτος, -η, -ο

  1. (τακτικό αριθμητικό) που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν ένα, που δεν έχει άλλον πριν από αυτόν
  2. που ηγείται
    πρώτος μεταξύ ίσων
  3. ο καλύτερος
    ήταν ο πρώτος μαθητής στο σχολείο
  4. (οικείο) σε ένδειξη επιδοκιμασίας
    είσαι και ο πρώτος
  5. (μαθηματικά) για αριθμό που δεν έχει άλλους διαιρέτες εκτός από τον εαυτό του και το 1
  6. (χριστιανισμός) τιμητικός τίτλος που έφερε ο επικεφαλής μιας μοναστικής πολιτείας ή ο προεδρεύων στις αγιορείτικες συνάξεις
  7. (ναυτικός όρος) Όρος της ναυτικής αργκό που αναφέρεται -χάριν συντομίας- στον Α' Μηχανικό (ανώτερο αξιωματικό μετά τον Πλοίαρχο) ενός πλοίου.
      «σ' έστειλε ο Πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις» (στίχος από το ποίημα "Θεσσαλονίκη" του Νίκου Καββαδία)

Εκφράσεις

  • από πρώτο χέρι: από την πηγή

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.