face

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
face faces

face (en)

  1. το πρόσωπο
    The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
    Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
  2. η πρόσθια όψη

Ρήμα

ενεστώτας face
γ΄ ενικό ενεστώτα faces
αόριστος faced
παθητική μετοχή faced
ενεργητική μετοχή facing

face (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αντικρίζω, είμαι αντικρινός κάποιου, είμαι αντικριστός κάποιου, απέναντι, αντίκρυ, αντικριστά
    Our house faces the Acropolis/the sea.
    Το σπίτι μας αντικρίζει την Ακρόπολη/τη θάλασσα.
    the man facing me in the train - ο αντικρινός μου στο τρένο
    When I found myself facing him…
    Όταν βρέθηκα απέναντί του…
    Who is the man facing us?
    Ποιος είναι ο άνθρωπος αντίκρυ μας;
     συνώνυμα:  δείτε την έκφραση across from
  2. (μεταβατικό) αντιμετωπίζω μια κατάσταση
    The uncertainties we’re facing in our economy are many.
    Οι ανασφάλειες που αντιμετωπίζουμε στην οικονομία μας είναι πολλές.
    I was faced with the possibility of resigning./I faced the possibility of resigning.
    Αντιμετώπισα το ενδεχόμενο να παραιτηθώ.
  3. (μεταβατικό) αντιμετωπίζω κάποιον, παρόλο που αυτό είναι δύσκολο ή δυσάρεστο
    How are you going to face your folks?
    Πώς θ' αντιμετωπίσεις τους δικούς τους;

Εκφράσεις

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
face faces

Προφορά

ΔΦΑ : /fas/
 

Ουσιαστικό

face (fr)) θηλυκό

  1. η όψη
    la face cachée de la Lune - η κρυμμένη όψη της Σελήνης
  2. (οικείο) η φάτσα, το πρόσωπο
     συνώνυμα: visage
  3. (νόμισμα) η «κορόνα», το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ένα ανάγλυφο σχέδιο, π.χ. ένα πρόσωπο, κ.α.

Εκφράσεις



Ρουμανικά (ro)

Ρήμα

face (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.