πρόσωπον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
προσωπο-
ονομαστική τὸ πρόσωπον τὰ πρόσωπ
      γενική τοῦ προσώπου τῶν προσώπων
      δοτική τῷ προσώπ τοῖς προσώποις
    αιτιατική τὸ πρόσωπον τὰ πρόσωπ
     κλητική ! πρόσωπον πρόσωπ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσώπω
γεν-δοτ τοῖν  προσώποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσωπον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρόσωπον ουδέτερο

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.